- ερώτημα
- και ρώτημα, το (AM ἐρώτημα) [ερωτώ]απορία για διευκρίνηση, πρόβλημα για λύση («μακρότερος λόγος ἐδόθη τῆς πρὸς τὸ ἐρώτημα ἀποκρίσεως», Θουκ.)νεοελλ.1. πρόταση που υποβάλλεται σε κάποια αρμόδια αρχή ή υπηρεσία και με την οποία ζητείται απάντηση ή απόφαση πάνω σε ορισμένο θέμα2. (για σύγγραμμα) θέμα που πραγματεύεται κάποιος3. φρ. α) «θέλει (και) ρώτημα;» — είναι τόσο αυτονόητο ώστε να μη χρειάζεται συζήτησηβ) «νά ‘χουμε καλό ρώτημα» — να εξηγηθούμε, να διευκρινίσουμε το ζήτημααρχ.(στη διαλεκτική) ερώτηση που γίνεται με σκοπό να βγάλει κάποιος συμπέρασμα από την απάντηση.
Dictionary of Greek. 2013.